- ορχιοειδή
- ταβλ. ορχεοειδή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ορχεοειδή — (Orchidaceae). Οικογένεια φυτών που αριθμεί 334 γένη και 5.000 είδη. Τα φυτά αυτά φυτρώνουν κυρίως στις θερμές χώρες. Έχουν άνθη αξιοπρόσεκτα για τα λαμπρά τους χρώματα και τα πολλά σχήματα. Ευδοκιμούν σε σκιερούς χώρους όπου πάντα υπάρχει… … Dictionary of Greek